Translation meaning & definition of the word "bigotry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψηφοφορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bigotry
[Διγεωτερικό]/bɪgətri/
noun
1. The intolerance and prejudice of a bigot
- synonym:
- bigotry ,
- dogmatism
1. Η μισαλλοδοξία και η προκατάληψη ενός πληθυσμού
- συνώνυμο:
- μισαλλοδοξία ,
- δογματισμόσ