Translation meaning & definition of the word "bigot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηφίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bigot
[Μπίγκα]/bɪgət/
noun
1. A prejudiced person who is intolerant of any opinions differing from his own
- synonym:
- bigot
1. Ένας προκατειλημμένος άνθρωπος που δεν έχει καμία από τις απόψεις που διαφέρουν από τις δικές του
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο