Translation meaning & definition of the word "bight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπορεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bight
[Μπορεί]/baɪt/
noun
1. A loop in a rope
- synonym:
- bight
1. Ένας βρόχος σε ένα σχοινί
- συνώνυμο:
- πορεία
2. A bend or curve (especially in a coastline)
- synonym:
- bight
2. Μια στροφή ή καμπύλη (ειδικά σε μια ακτογραμμή)
- συνώνυμο:
- πορεία
3. A broad bay formed by an indentation in the shoreline
- "The bight of benin"
- "The great australian bight"
- synonym:
- bight
3. Ένας ευρύς κόλπος που σχηματίζεται από μια εσοχή στην ακτογραμμή
- "Ο περίβολος του μπενίν"
- "Ο μεγάλος αυστραλιανός αγώνας"
- συνώνυμο:
- πορεία
4. The middle part of a slack rope (as distinguished from its ends)
- synonym:
- bight
4. Το μεσαίο τμήμα ενός χαλαρού σχοινιού (ας διακρίνεται από τα άκρα του)
- συνώνυμο:
- πορεία
verb
1. Fasten with a bight
- synonym:
- bight
1. Στερεώστε με έναν πάγκο
- συνώνυμο:
- πορεία