Translation meaning & definition of the word "bighorn" into Greek language
Μεταφραστική σημασία & ορισμός της λέξης "παραλήρημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bighorn
[Μπιγκόρν]/bɪghɔrn/
noun
1. A river that flows from central wyoming to the yellowstone river in southern montana
- synonym:
- Bighorn ,
- Bighorn River
1. Ένας ποταμός που ρέει από το κέντρο του ουαϊόμινγκ προς τον ποταμό κίτρινο στόουν στη νότια μοντάνα
- συνώνυμο:
- Μπιγκόρν ,
- Ποταμός Μπίγκορν
2. Wild sheep of mountainous regions of western north america having massive curled horns
- synonym:
- bighorn ,
- bighorn sheep ,
- cimarron ,
- Rocky Mountain bighorn ,
- Rocky Mountain sheep ,
- Ovis canadensis
2. Άγρια πρόβατα των ορεινών περιοχών της δυτικής βόρειας αμερικής που έχουν τεράστια κέρατα
- συνώνυμο:
- μπιγκόρν ,
- πρόβατα της πόλης ,
- κιμαρρόν ,
- Βραχώδες βουνό ,
- Βραχώδη πρόβατα βουνού ,
- Όβις Καναδένση