Translation meaning & definition of the word "big" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλο" στην ελληνική γλώσσα
Big
[Μεγάλος]adjective
1. Above average in size or number or quantity or magnitude or extent
- "A large city"
- "Set out for the big city"
- "A large sum"
- "A big (or large) barn"
- "A large family"
- "Big businesses"
- "A big expenditure"
- "A large number of newspapers"
- "A big group of scientists"
- "Large areas of the world"
- synonym:
- large ,
- big
1. Πάνω από το μέσο όρο σε μέγεθος ή αριθμό ή ποσότητα ή μέγεθος ή έκταση
- "Μια μεγάλη πόλη"
- "Ξεκινήστε για τη μεγάλη πόλη"
- "Μεγάλο ποσό"
- "Ένας μεγάλος ( μεγάλος αχυρώνας"
- "Μια μεγάλη οικογένεια"
- "Μεγάλες επιχειρήσεις"
- "Μεγάλες δαπάνες"
- "Μεγάλος αριθμός εφημερίδων"
- "Μια μεγάλη ομάδα επιστημόνων"
- "Μεγάλες περιοχές του κόσμου"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
2. Significant
- "Graduation was a big day in his life"
- synonym:
- big
2. Σημαντικός
- "Η αποφοίτηση ήταν μια μεγάλη μέρα στη ζωή του"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
3. Very intense
- "A bad headache"
- "In a big rage"
- "Had a big (or bad) shock"
- "A bad earthquake"
- "A bad storm"
- synonym:
- bad ,
- big
3. Πολύ έντονη
- "Ένας κακός πονοκέφαλος"
- "Σε μια μεγάλη οργή"
- "Είχε ένα μεγάλο ( ή κακόκρατο σοκ"
- "Ένας κακός σεισμός"
- "Μια κακή καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- μεγάλος
4. Loud and firm
- "A big voice"
- "Big bold piano sounds"
- synonym:
- big
4. Δυνατά και σταθερά
- "Μεγάλη φωνή"
- "Μεγάλοι τολμηροί ήχοι πιάνου"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
5. Conspicuous in position or importance
- "A big figure in the movement"
- "Big man on campus"
- "He's very large in financial circles"
- "A prominent citizen"
- synonym:
- big ,
- large ,
- prominent
5. Εμφανής στη θέση ή τη σημασία
- "Μια μεγάλη φιγούρα στο κίνημα"
- "Μεγάλος άνθρωπος στην πανεπιστημιούπολη"
- "Είναι πολύ μεγάλος σε χρηματοοικονομικούς κύκλους"
- "Εξέχοντας πολίτης"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- εξέχων
6. Prodigious
- "Big spender"
- "Big eater"
- "Heavy investor"
- synonym:
- big(a) ,
- heavy(a)
6. Τεράστιος
- "Μεγάλος αγοραστής"
- "Μεγάλος τρώγων"
- "Βαρύς επενδυτής"
- συνώνυμο:
- μπιγκ() ,
- βαρι()
7. Exhibiting self-importance
- "Big talk"
- synonym:
- boastful ,
- braggart(a) ,
- bragging(a) ,
- braggy ,
- big ,
- cock-a-hoop ,
- crowing ,
- self-aggrandizing ,
- self-aggrandising
7. Επιδεικνύοντας αυτοεκτίμηση
- "Μεγάλη συζήτηση"
- συνώνυμο:
- καυχησιάρησ ,
- μπραγκαρτ(α) ,
- μπρακετζαριά( ,
- παλαβός ,
- μεγάλος ,
- πούτσος-α-χοπ ,
- λαλεί ,
- αυτοπεριπλανώμενοσ
8. Feeling self-importance
- "Too big for his britches"
- "Had a swelled head"
- "He was swelled with pride"
- synonym:
- big ,
- swelled ,
- vainglorious
8. Αίσθημα αυτοεκτίμησης
- "Πολύ μεγάλο για τους βρετανούς"
- "Έχω ένα πρησμένο κεφάλι"
- "Πρησμένος από υπερηφάνεια"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- πρήζονται ,
- ανεπιτήδευτοσ
9. (of animals) fully developed
- "An adult animal"
- "A grown woman"
- synonym:
- adult ,
- big ,
- full-grown ,
- fully grown ,
- grown ,
- grownup
9. (των ζώων) πλήρως αναπτυγμένο
- "Ενήλικο ζώο"
- "Μια ενήλικη γυναίκα"
- συνώνυμο:
- ενήλικος ,
- μεγάλος ,
- πλήρης ,
- πλήρως αναπτυγμένο ,
- μεγαλώνω ,
- μεγάλωσε
10. Marked by intense physical force
- "A big wind"
- synonym:
- big
10. Χαρακτηρίζεται από έντονη σωματική δύναμη
- "Μεγάλος άνεμος"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
11. Generous and understanding and tolerant
- "A heart big enough to hold no grudges"
- "That's very big of you to be so forgiving"
- "A large and generous spirit"
- "A large heart"
- "Magnanimous toward his enemies"
- synonym:
- big ,
- large ,
- magnanimous
11. Γενναιόδωρη κατανόηση και ανοχή
- "Μια καρδιά αρκετά μεγάλη για να μην κρατάει κακίες"
- "Αυτό είναι πολύ μεγάλο από εσάς να είστε τόσο συγχωρητικοί"
- "Μεγάλο και γενναιόδωρο πνεύμα"
- "Μεγάλη καρδιά"
- "Μεγαλειώδης προς τους εχθρούς του"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- μεγαλόψυχα
12. Given or giving freely
- "Was a big tipper"
- "The bounteous goodness of god"
- "Bountiful compliments"
- "A freehanded host"
- "A handsome allowance"
- "Saturday's child is loving and giving"
- "A liberal backer of the arts"
- "A munificent gift"
- "Her fond and openhanded grandfather"
- synonym:
- big ,
- bighearted ,
- bounteous ,
- bountiful ,
- freehanded ,
- handsome ,
- giving ,
- liberal ,
- openhanded
12. Δίνεται ή δίνει ελεύθερα
- "Ήταν ένα μεγάλο ανατρεπόμενο"
- "Η πλούσια καλοσύνη του θεού"
- "Φιλοφρονήσεις πλούσιες"
- "Ελεύθερος οικοδεσπότης"
- "Ένα όμορφο επίδομα"
- "Το παιδί του σαββάτου αγαπά και δίνει"
- "Ένας φιλελεύθερος υποστηρικτής των τεχνών"
- "Ένα μοναδικό δώρο"
- "Ο αγαπημένος και ανοιχτός παππούς της"
- συνώνυμο:
- μεγάλος ,
- μεγαλόψυχη ,
- πληθυσμιακόσ ,
- πληθωρικόσ ,
- ελεύθερα ,
- όμορφος ,
- δίνω ,
- φιλελεύθερος ,
- ανοιχτόμυαλοσ
13. In an advanced stage of pregnancy
- "Was big with child"
- "Was great with child"
- synonym:
- big(p) ,
- enceinte ,
- expectant ,
- gravid ,
- great(p) ,
- large(p) ,
- heavy(p) ,
- with child(p)
13. Σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης
- "Ήταν μεγάλο με το παιδί"
- "Ήταν υπέροχα με το παιδί"
- συνώνυμο:
- μισ()<TAG1> ,
- εντσέιντε ,
- προσδοκώμενοσ ,
- βαρυτικόσ ,
- μεγάλη()<TAG1> ,
- βα()<TAG1> ,
- με παιδί()
adverb
1. Extremely well
- "His performance went over big"
- synonym:
- big
1. Εξαιρετικά καλά
- "Η απόδοσή του πέρασε πολύ μεγάλη"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
2. In a boastful manner
- "He talked big all evening"
- synonym:
- boastfully ,
- vauntingly ,
- big ,
- large
2. Με καυχησιάρη τρόπο
- "Μιλούσε μεγάλα όλο το βράδυ"
- συνώνυμο:
- καυχημενώσ ,
- αποθαρρυντικά ,
- μεγάλος
3. On a grand scale
- "Think big"
- synonym:
- big
3. Σε μεγάλη κλίμακα
- "Σκεφτείτε μεγάλο"
- συνώνυμο:
- μεγάλος
4. In a major way
- "The play failed big at the box office"
- synonym:
- big
4. Με σημαντικό τρόπο
- "Το παιχνίδι απέτυχε μεγάλο στο γραφείο του κουτιού"
- συνώνυμο:
- μεγάλος