Translation meaning & definition of the word "bicycle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ποδήλατο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bicycle
[Ποδήλατο]/baɪsɪkəl/
noun
1. A wheeled vehicle that has two wheels and is moved by foot pedals
- synonym:
- bicycle ,
- bike ,
- wheel ,
- cycle
1. Ένα τροχοφόρο όχημα που έχει δύο τροχούς και κινείται με πεντάλ ποδιών
- συνώνυμο:
- ποδήλατο ,
- τροχός ,
- κύκλος
verb
1. Ride a bicycle
- synonym:
- bicycle ,
- cycle ,
- bike ,
- pedal ,
- wheel
1. Οδηγήστε ένα ποδήλατο
- συνώνυμο:
- ποδήλατο ,
- κύκλος ,
- πεντάλ ,
- τροχός
Examples of using
Tom confessed to having stolen the bicycle.
Ο Τομ ομολόγησε ότι είχε κλέψει το ποδήλατο.
I'm going to work by bicycle
Θα δουλέψω με ποδήλατο
I'm angry because someone stole my bicycle.
Είμαι θυμωμένος γιατί κάποιος έκλεψε το ποδήλατό μου.