Translation meaning & definition of the word "biceps" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βιτσέπης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Biceps
[Δικέφαλοσ]/baɪsɛps/
noun
1. Any skeletal muscle having two origins (but especially the muscle that flexes the forearm)
- synonym:
- biceps
1. Οποιοσδήποτε σκελετικός μυς έχει δύο προελεύσεις (αλλά ειδικά ο μυς που κάμπτει το αντιβράχιο
- συνώνυμο:
- δικέφαλοσ