Translation meaning & definition of the word "bibliography" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βιβλιογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bibliography
[Βιβλιογραφία]/bɪbliɑgrəfi/
noun
1. A list of writings with time and place of publication (such as the writings of a single author or the works referred to in preparing a document etc.)
- synonym:
- bibliography
1. Κατάλογος γραπτών με χρόνο και τόπο δημοσίευσης (όπως τα γραπτά ενός συγγραφέα ή τα έργα που αναφέρονται στην προετοιμασία εγγράφου κ.)
- συνώνυμο:
- βιβλιογραφία