Translation meaning & definition of the word "bib" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σαλιάρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bib
[Σφαίρα]/bɪb/
noun
1. Top part of an apron
- Covering the chest
- synonym:
- bib
1. Το πάνω μέρος μιας ποδιάς
- Καλύπτοντας το στήθος
- συνώνυμο:
- ανατροπή
2. A napkin tied under the chin of a child while eating
- synonym:
- bib
2. Μια χαρτοπετσέτα δεμένη κάτω από το πηγούνι ενός παιδιού ενώ τρώει
- συνώνυμο:
- ανατροπή
verb
1. Drink moderately but regularly
- "We tippled the cognac"
- synonym:
- tipple ,
- bib
1. Πίνετε μέτρια αλλά τακτικά
- "Βγάλαμε το κονιάκ"
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- ανατροπή
Examples of using
The baby wiped his hands covered in chocolate on his bib.
Το μωρό σκούπισε τα χέρια του καλυμμένα με σοκολάτα στο σαλιγκάρι του.