Translation meaning & definition of the word "bey" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπέη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bey
[Μπέη]/be/
noun
1. (formerly) a title of respect for a man in turkey or egypt
- "He introduced me to ahmet bey"
- synonym:
- bey
1. (παραμυθένιος τίτλος σεβασμού για έναν άνδρα στην τουρκία ή την αίγυπτο
- "Με σύστησε στον αχμέτ μπέη"
- συνώνυμο:
- μπέη
2. The governor of a district or province in the ottoman empire
- synonym:
- bey
2. Ο κυβερνήτης μιας περιοχής ή επαρχίας στην οθωμανική αυτοκρατορία
- συνώνυμο:
- μπέη