Translation meaning & definition of the word "bevel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φτυάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bevel
[Λοξεύω]/bɛvəl/
noun
1. Two surfaces meeting at an angle different from 90 degrees
- synonym:
- bevel ,
- cant ,
- chamfer
1. Δύο επιφάνειες που συναντώνται σε μια γωνία διαφορετική από 90 μοίρες
- συνώνυμο:
- λοξεύω ,
- δεν μπορώ ,
- τσιπούρ
2. A hand tool consisting of two rules that are hinged together so you can draw or measure angles of any size
- synonym:
- bevel ,
- bevel square
2. Ένα εργαλείο χειρός που αποτελείται από δύο κανόνες που είναι αρθρωμένοι μαζί έτσι μπορείτε να σχεδιάσετε ή να μετρήσετε γωνίες
- συνώνυμο:
- λοξεύω ,
- πλατεία του βιβλίου
verb
1. Cut a bevel on
- Shape to a bevel
- "Bevel the surface"
- synonym:
- bevel ,
- chamfer
1. Κόβω ένα λαγό
- Σχήμα σε ένα λοξό
- "Φτιάξε την επιφάνεια"
- συνώνυμο:
- λοξεύω ,
- τσιπούρ