Translation meaning & definition of the word "betting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βέλτιστο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Betting
[Στοίχημα]/bɛtɪŋ/
adjective
1. Preoccupied with the pursuit of pleasure and especially games of chance
- "Led a dissipated life"
- "A betting man"
- "A card-playing son of a bitch"
- "A gambling fool"
- "Sporting gents and their ladies"
- synonym:
- dissipated ,
- betting ,
- card-playing ,
- sporting
1. Απασχολημένος με την επιδίωξη της ευχαρίστησης και ιδιαίτερα των τυχερών παιχνιδιών
- "Ηλεκτρισμένη ζωή"
- "Ένας άνθρωπος που στοιχηματίζει"
- "Ένας γιος παίζοντας κάρτα μιας σκύλας"
- "Ένας ανόητος τυχερών παιχνιδιών"
- "Αθλητικά επιθέματα και οι κυρίες τους"
- συνώνυμο:
- διασκορπισμένο ,
- στοίχημα ,
- παιχνίδι με κάρτες ,
- αθλητικός