Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "better" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλύτερα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Better

[Καλύτερα]
/bɛtər/

noun

1. Something superior in quality or condition or effect

  • "A change for the better"
    synonym:
  • better

1. Κάτι ανώτερο σε ποιότητα ή κατάσταση ή αποτέλεσμα

  • "Μια αλλαγή προς το καλύτερο"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

2. Someone who bets

    synonym:
  • bettor
  • ,
  • better
  • ,
  • wagerer
  • ,
  • punter

2. Κάποιος που στοιχηματίζει

    συνώνυμο:
  • βήτορασ
  • ,
  • καλύτερα
  • ,
  • πειράζων
  • ,
  • παίκτησ

3. A superior person having claim to precedence

  • "The common man has been kept in his place by his betters"
    synonym:
  • better

3. Ένα ανώτερο άτομο που ισχυρίζεται ότι προηγείται

  • "Ο κοινός άνθρωπος έχει κρατηθεί στη θέση του από τα καλύτερά του"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

4. The superior one of two alternatives

  • "Chose the better of the two"
    synonym:
  • better

4. Η ανώτερη από τις δύο εναλλακτικές λύσεις

  • "Επιλέξτε το καλύτερο από τα δύο"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

verb

1. Surpass in excellence

  • "She bettered her own record"
  • "Break a record"
    synonym:
  • better
  • ,
  • break

1. Ξεπερνώντας την αριστεία

  • "Αυτή ποντάρει το δικό της ρεκόρ"
  • "Σπάσε ένα ρεκόρ"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα
  • ,
  • σπάω

2. To make better

  • "The editor improved the manuscript with his changes"
    synonym:
  • better
  • ,
  • improve
  • ,
  • amend
  • ,
  • ameliorate
  • ,
  • meliorate

2. Για να βελτιωθεί

  • "Ο συντάκτης βελτίωσε το χειρόγραφο με τις αλλαγές του"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα
  • ,
  • βελτιώνω
  • ,
  • τροποποιώ

3. Get better

  • "The weather improved toward evening"
    synonym:
  • better
  • ,
  • improve
  • ,
  • ameliorate
  • ,
  • meliorate

3. Βελτιώνομαι

  • "Ο καιρός βελτιώθηκε προς το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα
  • ,
  • βελτιώνω

adjective

1. (comparative of `good') superior to another (of the same class or set or kind) in excellence or quality or desirability or suitability

  • More highly skilled than another
  • "You're a better man than i am, gunga din"
  • "A better coat"
  • "A better type of car"
  • "A suit with a better fit"
  • "A better chance of success"
  • "Produced a better mousetrap"
  • "She's better in math than in history"
    synonym:
  • better

1. (συγκριτική του `καλού') ανώτερη από άλλο ( της ίδιας κατηγορίας ή σετ ή φιλυ) στην τελειότητα ή την ποιότητα ή την καταλληψία

  • Πιο εξειδικευμένο από το άλλο
  • "Είσαι καλύτερος άνθρωπος από μένα, γκούνγκα ντιν"
  • "Καλύτερο παλτό"
  • "Καλύτερος τύπος αυτοκινήτου"
  • "Ένα κοστούμι με καλύτερη εφαρμογή"
  • "Καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας"
  • "Παρήγαγε μια καλύτερη ποντικοπαγίδα"
  • "Είναι καλύτερη στα μαθηματικά από ό, τι στην ιστορία"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

2. (comparative of `good') changed for the better in health or fitness

  • "Her health is better now"
  • "I feel better"
    synonym:
  • better

2. Το (συγκριτικό του `καλού') άλλαξε προς το καλύτερο στην υγεία ή τη φυσική κατάσταση

  • "Η υγεία της είναι καλύτερη τώρα"
  • "Νιώθω καλύτερα"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

3. (comparative and superlative of `well') wiser or more advantageous and hence advisable

  • "It would be better to speak to him"
  • "The white house thought it best not to respond"
    synonym:
  • better(p)
  • ,
  • best(p)

3. (συγκριτικός και υπερθετικός του ```) σοφότερος ή πιο συμφέρον και ως εκ τούτου σκόπιμο

  • "Θα ήταν καλύτερα να του μιλήσω"
  • "Ο λευκός οίκος σκέφτηκε καλύτερα να μην απαντήσει"
    συνώνυμο:
  • καλύτερη()
  • ,
  • ΒεΣ()<TAG1>

4. More than half

  • "Argued for the better part of an hour"
    synonym:
  • better

4. Περισσότερο από το μισό

  • "Εξαντλημένος για το καλύτερο μέρος μιας ώρας"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

adverb

1. Comparative of `well'

  • In a better or more excellent manner or more advantageously or attractively or to a greater degree etc.
  • "She had never sung better"
  • "A deed better left undone"
  • "Better suited to the job"
    synonym:
  • better

1. Συγκριτική του `καλά'

  • Με καλύτερο ή πιο εξαιρετικό τρόπο ή πιο ελκυστικά ή ελκυστικά ή σε μεγαλύτερο βαθμό κ.λπ.
  • "Δεν είχε τραγουδήσει ποτέ καλύτερα"
  • "Μια πράξη καλύτερα να αφεθεί αναίρεση"
  • "Καλύτερα κατάλληλο για τη δουλειά"
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

2. From a position of superiority or authority

  • "Father knows best"
  • "I know better."
    synonym:
  • better
  • ,
  • best

2. Από θέση υπεροχής ή εξουσίας

  • "Ο πατέρας ξέρει καλύτερα"
  • "Ξέρω καλύτερα."
    συνώνυμο:
  • καλύτερα

Examples of using

I think a bit of anger is better for you than worry.
Νομίζω ότι λίγο θυμό είναι καλύτερο για σένα από το να ανησυχείς.
We'd better get the hole in the screen fixed or the house will be full of flies.
Θα ήταν καλύτερα να καθοριστεί η τρύπα στην οθόνη ή το σπίτι θα είναι γεμάτο μύγες.
You are ten times better looking than I am.
Είσαι δέκα φορές καλύτερα από μένα.