Translation meaning & definition of the word "bet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στοίχημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bet
[Στοίχημα]/bɛt/
noun
1. The money risked on a gamble
- synonym:
- stake ,
- stakes ,
- bet ,
- wager
1. Τα χρήματα κινδύνευαν σε ένα στοίχημα
- συνώνυμο:
- ποντάρισμα ,
- πονταρίσματα ,
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω
2. The act of gambling
- "He did it on a bet"
- synonym:
- bet ,
- wager
2. Η πράξη του τζόγου
- "Το έκανε σε ένα στοίχημα"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω
verb
1. Maintain with or as if with a bet
- "I bet she will be there!"
- synonym:
- bet ,
- wager
1. Διατηρήστε με ή σαν με ένα στοίχημα
- "Σίγουρα θα είναι εκεί!"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω
2. Stake on the outcome of an issue
- "I bet $100 on that new horse"
- "She played all her money on the dark horse"
- synonym:
- bet ,
- wager ,
- play
2. Ποντάρισμα στην έκβαση ενός ζητήματος
- "Στοιχηματίζω $100 σε αυτό το νέο άλογο"
- "Έπαιξε όλα τα χρήματά της στο σκοτεινό άλογο"
- συνώνυμο:
- στοίχημα ,
- στοιχηματίζω ,
- παίζω
3. Have faith or confidence in
- "You can count on me to help you any time"
- "Look to your friends for support"
- "You can bet on that!"
- "Depend on your family in times of crisis"
- synonym:
- count ,
- bet ,
- depend ,
- look ,
- calculate ,
- reckon
3. Να έχετε πίστη ή εμπιστοσύνη στο
- "Μπορείτε να βασιστείτε σε μένα για να σας βοηθήσει οποιαδήποτε στιγμή"
- "Κοίτα στους φίλους σου για υποστήριξη"
- "Μπορείτε να στοιχηματίσετε σε αυτό!"
- "Ανάλογα με την οικογένειά σας σε περιόδους κρίσης"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- στοίχημα ,
- εξαρτώμενοσ ,
- κοίτα ,
- υπολογίζω
Examples of using
I bet Tom knows how to swim.
Σίγουρα ο Τομ ξέρει να κολυμπάει.
I bet Tom can speak French.
Σίγουρα ο Τομ μπορεί να μιλήσει γαλλικά.
I bet you're in love.
Σίγουρα είσαι ερωτευμένος.