Translation meaning & definition of the word "best" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλύτερο" στην ελληνική γλώσσα
Best
[Καλύτερο]noun
1. The supreme effort one can make
- "They did their best"
- synonym:
- best
1. Η υπέρτατη προσπάθεια που μπορεί να κάνει κανείς
- "Κάνανε το καλύτερο"
- συνώνυμο:
- καλύτερα
2. The person who is most outstanding or excellent
- Someone who tops all others
- "He could beat the best of them"
- synonym:
- best ,
- topper
2. Το άτομο που είναι πιο εξαιρετικό ή εξαιρετικό
- Κάποιος που καλύπτει όλους τους άλλους
- "Θα μπορούσε να νικήσει τους καλύτερους από αυτούς"
- συνώνυμο:
- καλύτερα ,
- τάφρος
3. Canadian physiologist (born in the united states) who assisted f. g. banting in research leading to the discovery of insulin (1899-1978)
- synonym:
- Best ,
- C. H. Best ,
- Charles Herbert Best
3. Καναδός φυσιολόγος (γεννημένος στις ηνωμένες πολιτείες) που βοήθησε τον φ. γ. μπάντινγκ στην έρευνα που οδήγησε στην ανακάλυψη ινσουλίνης (189999-18999-19-19878
- συνώνυμο:
- Καλύτερο ,
- Γ. Χ. Καλύτερο ,
- Τσάρλς Χέρμπερτ Μπεστ
verb
1. Get the better of
- "The goal was to best the competition"
- synonym:
- outdo ,
- outflank ,
- trump ,
- best ,
- scoop
1. Πάρτε το καλύτερο από
- "Ο στόχος ήταν να βελτιωθεί ο ανταγωνισμός"
- συνώνυμο:
- ξεπερνώ ,
- υπερκείμενοσ ,
- τραμπ ,
- καλύτερα ,
- παπαγάλος
adjective
1. (superlative of `good') having the most positive qualities
- "The best film of the year"
- "The best solution"
- "The best time for planting"
- "Wore his best suit"
- synonym:
- best
1. (υπερθετικό του `καλού') με τις πιο θετικές ιδιότητες
- "Η καλύτερη ταινία της χρονιάς"
- "Η καλύτερη λύση"
- "Η καλύτερη στιγμή για φύτευση"
- "Πέρασε το καλύτερο κοστούμι του"
- συνώνυμο:
- καλύτερα
2. (comparative and superlative of `well') wiser or more advantageous and hence advisable
- "It would be better to speak to him"
- "The white house thought it best not to respond"
- synonym:
- better(p) ,
- best(p)
2. (συγκριτικός και υπερθετικός του ```) σοφότερος ή πιο συμφέρον και ως εκ τούτου σκόπιμο
- "Θα ήταν καλύτερα να του μιλήσω"
- "Ο λευκός οίκος σκέφτηκε καλύτερα να μην απαντήσει"
- συνώνυμο:
- καλύτερη() ,
- ΒεΣ()<TAG1>
adverb
1. In a most excellent way or manner
- "He played best after a couple of martinis"
- synonym:
- best
1. Με τον πιο εξαιρετικό τρόπο ή τρόπο
- "Έπαιξε καλύτερα μετά από μερικά μαρτίνι"
- συνώνυμο:
- καλύτερα
2. It would be sensible
- "You'd best stay at home"
- synonym:
- best
2. Θα ήταν λογικό
- "Καλύτερα να μείνετε στο σπίτι"
- συνώνυμο:
- καλύτερα
3. From a position of superiority or authority
- "Father knows best"
- "I know better."
- synonym:
- better ,
- best
3. Από θέση υπεροχής ή εξουσίας
- "Ο πατέρας ξέρει καλύτερα"
- "Ξέρω καλύτερα."
- συνώνυμο:
- καλύτερα