Translation meaning & definition of the word "besotted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διασπασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Besotted
[Μπεζ]/bɪsɔtɪd/
adjective
1. Very drunk
- synonym:
- besotted ,
- blind drunk ,
- blotto ,
- crocked ,
- cockeyed ,
- fuddled ,
- loaded ,
- pie-eyed ,
- pissed ,
- pixilated ,
- plastered ,
- slopped ,
- sloshed ,
- smashed ,
- soaked ,
- soused ,
- sozzled ,
- squiffy ,
- stiff ,
- tight ,
- wet
1. Πολύ μεθυσμένος
- συνώνυμο:
- πολιορκημένο ,
- τυφλός μεθυσμένος ,
- μπλότο ,
- περικομμένοσ ,
- παραπλανημένοσ ,
- ανακατώνω ,
- φορτωμένοσ ,
- πίτα ,
- τσιρίζω ,
- εξαερίζω ,
- επίχρισμα ,
- παραπαίω ,
- σλίβανο ,
- σπασμένα ,
- εμποτισμένο ,
- απολύσει ,
- αποτριχωμένο ,
- απατηλός ,
- σκληρός ,
- σφιχτός ,
- υγρός