Translation meaning & definition of the word "besieging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολιορκία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Besieging
[Πείθω]/bɪsiʤɪŋ/
noun
1. The action of an armed force that surrounds a fortified place and isolates it while continuing to attack
- synonym:
- siege ,
- besieging ,
- beleaguering ,
- military blockade
1. Η δράση μιας ένοπλης δύναμης που περιβάλλει έναν οχυρωμένο τόπο και τον απομονώνει ενώ συνεχίζει να επιτίθεται
- συνώνυμο:
- πολιορκία ,
- πολιορκητικόσ ,
- πολυλογία ,
- στρατιωτικός αποκλεισμός