Translation meaning & definition of the word "beset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπέσετ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beset
[Μπέσετ]/bɪsɛt/
verb
1. Annoy continually or chronically
- "He is known to harry his staff when he is overworked"
- "This man harasses his female co-workers"
- synonym:
- harass ,
- hassle ,
- harry ,
- chivy ,
- chivvy ,
- chevy ,
- chevvy ,
- beset ,
- plague ,
- molest ,
- provoke
1. Ενοχλήστε συνεχώς ή χρόνια
- "Είναι γνωστό ότι προσεύχεται το προσωπικό του όταν είναι υπερβολικά εργασμένος"
- "Αυτός ο άνθρωπος παρενοχλεί τις γυναίκες συνεργάτες του"
- συνώνυμο:
- παρενοχλώ ,
- ταλαιπωρία ,
- χάρι ,
- τσιβί ,
- τσεβί ,
- περιπλέκω ,
- πανούκλα ,
- προκαλώ
2. Assail or attack on all sides: "the zebra was beset by leopards"
- synonym:
- beset ,
- set upon
2. Επίθεση ή επίθεση από όλες τις πλευρές: "η ζέβρα ήταν πολιορκημένη από λεοπαρδάλεις"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- παρακινώ
3. Decorate or cover lavishly (as with gems)
- synonym:
- encrust ,
- incrust ,
- beset
3. Διακοσμήστε ή καλύψτε πλούσια (α με πολύτιμους λίθους)
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι ,
- περιπλέκω