Translation meaning & definition of the word "beseech" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βίζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beseech
[Μπέσεϊχ]/bisiʧ/
verb
1. Ask for or request earnestly
- "The prophet bid all people to become good persons"
- synonym:
- bid ,
- beseech ,
- entreat ,
- adjure ,
- press ,
- conjure
1. Ζητήστε ή ζητήστε σοβαρά
- "Ο προφήτης προσκαλεί όλους τους ανθρώπους να γίνουν καλοί άνθρωποι"
- συνώνυμο:
- προσφορά ,
- περιφρονώ ,
- παρακινώ ,
- αναβάλλω ,
- πατήστε ,
- περιβάλλω