Translation meaning & definition of the word "berry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βατόμουρο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Berry
[Μπέρι]/bɛri/
noun
1. Any of numerous small and pulpy edible fruits
- Used as desserts or in making jams and jellies and preserves
- synonym:
- berry
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα μικρά και παχυντικά βρώσιμα φρούτα
- Χρησιμοποιείται ως επιδόρπια ή στην κατασκευή μαρμελάδων και ζελέ και κονσέρβες
- συνώνυμο:
- μπέρι
2. A small fruit having any of various structures, e.g., simple (grape or blueberry) or aggregate (blackberry or raspberry)
- synonym:
- berry
2. Ένα μικρό φρούτο που έχει οποιαδήποτε από τις διάφορες δομές, π.χ., απλό (σταφύλι ή βατόμουρο) ή σύνολο (βατόμουρο ή βατόμουρο )
- συνώνυμο:
- μπέρι
3. United states rock singer (born in 1931)
- synonym:
- Berry ,
- Chuck Berry ,
- Charles Edward Berry
3. Ηνωμένες πολιτείες ροκ τραγουδίστρια (γεννήθηκε το 1931)
- συνώνυμο:
- Μπέρι ,
- Τσακ Μπέρι ,
- Τσαρλς Έντουαρντ Μπέρι
verb
1. Pick or gather berries
- "We went berrying in the summer"
- synonym:
- berry
1. Επιλέξτε ή συλλέξτε μούρα
- "Πήγαμε να πετάξουμε το καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- μπέρι