Translation meaning & definition of the word "berlin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βερολίνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Berlin
[Βερολίνο]/bərlɪn/
noun
1. Capital of germany located in eastern germany
- synonym:
- Berlin ,
- German capital
1. Πρωτεύουσα της γερμανίας που βρίσκεται στην ανατολική γερμανία
- συνώνυμο:
- Βερολίνο ,
- Γερμανική πρωτεύουσα
2. United states songwriter (born in russia) who wrote more than 1500 songs and several musical comedies (1888-1989)
- synonym:
- Berlin ,
- Irving Berlin ,
- Israel Baline
2. Αμερικανός τραγουδοποιός (γεννημένος στη ρωσία), ο οποίος έγραψε περισσότερα από 1500 τραγούδια και αρκετές μουσικές κωμωδίες (1888-1989)
- συνώνυμο:
- Βερολίνο ,
- Ίρβινγκ Βερολίνο ,
- Ισραήλ Μπαλίν
3. A limousine with a glass partition between the front and back seats
- synonym:
- berlin
3. Μια λιμουζίνα με ένα γυάλινο χώρισμα μεταξύ των μπροστινών και πίσω καθισμάτων
- συνώνυμο:
- βερολίνο