Translation meaning & definition of the word "berg" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπεργκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Berg
[Μπεργκ]/bərg/
noun
1. A large mass of ice floating at sea
- Usually broken off of a polar glacier
- synonym:
- iceberg ,
- berg
1. Μια μεγάλη μάζα πάγου που επιπλέει στη θάλασσα
- Συνήθως διασπάται από έναν πολικό παγετώνα
- συνώνυμο:
- παγόβουνο ,
- μπεργκ
2. Austrian composer in schoenberg's twelve-tone music system (1885-1935)
- synonym:
- Berg ,
- Alban Berg
2. Αυστριακός συνθέτης στο δωδεκάτονο μουσικό σύστημα του σόενμπεργκ (1885-1935)
- συνώνυμο:
- Μπεργκ ,
- Αλβανός Μπεργκ