Translation meaning & definition of the word "bereft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μελαχροινή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bereft
[Αποφεύγω]/bərɛft/
adjective
1. Unhappy in love
- Suffering from unrequited love
- synonym:
- bereft ,
- lovelorn ,
- unbeloved
1. Δυστυχισμένος στην αγάπη
- Υποφέροντας από ανεπιθύμητη αγάπη
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- αγαπημένοσ ,
- απίστευτοσ
2. Sorrowful through loss or deprivation
- "Bereft of hope"
- synonym:
- bereaved ,
- bereft ,
- grief-stricken ,
- grieving ,
- mourning(a) ,
- sorrowing(a)
2. Θλιβερός μέσω της απώλειας ή της στέρησης
- "Μεγάλη ελπίδα"
- συνώνυμο:
- πενθούν ,
- ανατρέπω ,
- πένθος ,
- θρηνώ ,
- πενθ() ,
- θλίψη(α)