Translation meaning & definition of the word "benjamin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βενιαμίνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Benjamin
[Βενιαμίνη]/bɛnʤəmən/
noun
1. Gum resin used especially in treating skin irritation
- synonym:
- benzoin ,
- gum benzoin ,
- benjamin ,
- gum benjamin ,
- asa dulcis
1. Ρητίνη τσίχλας που χρησιμοποιείται ειδικά για τη θεραπεία του ερεθισμού του δέρματος
- συνώνυμο:
- βενζοΐνη ,
- βενζοΐνη τσίχλας ,
- μπέντζαμιν ,
- τσίχλα βενιαμίνη ,
- άσα ντούλτσι
2. (old testament) the youngest and best-loved son of jacob and rachel and one of the twelve forebears of the tribes of israel
- synonym:
- Benjamin
2. (η παλαιά διαθήκη) ο νεότερος και αγαπημένος γιος του ιακώβ και της ραχήλ και ένας από τους δώδεκα προγόνους των φυλών του ισραήλ
- συνώνυμο:
- Βενιαμίνη