Translation meaning & definition of the word "benevolent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακόβουλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Benevolent
[Καλόβουλος]/bənɛvələnt/
adjective
1. Intending or showing kindness
- "A benevolent society"
- synonym:
- benevolent
1. Πρόθεση ή επίδειξη καλοσύνης
- "Μια καλοπροαίρετη κοινωνία"
- συνώνυμο:
- καλοπροαίρετοσ
2. Showing or motivated by sympathy and understanding and generosity
- "Was charitable in his opinions of others"
- "Kindly criticism"
- "A kindly act"
- "Sympathetic words"
- "A large-hearted mentor"
- synonym:
- charitable ,
- benevolent ,
- kindly ,
- sympathetic ,
- good-hearted ,
- openhearted ,
- large-hearted
2. Επίδειξη ή κίνητρο από συμπάθεια και κατανόηση και γενναιοδωρία
- "Ήταν φιλανθρωπικό στις απόψεις του για τους άλλους"
- "Καλή κριτική"
- "Ευγενική πράξη"
- "Συμπαθητικές λέξεις"
- "Ένας μεγάλος μέντορας"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ευγενικά ,
- συμπαθητικόσ ,
- καλόκαρδος ,
- ανοιχτόκαρδοσ ,
- μεγαλόκαρδος
3. Generous in providing aid to others
- synonym:
- benevolent ,
- freehearted
3. Γενναιόδωρος στην παροχή βοήθειας σε άλλους
- συνώνυμο:
- καλοπροαίρετοσ ,
- ελεύθερη καρδιά
4. Generous in assistance to the poor
- "A benevolent contributor"
- "Eleemosynary relief"
- "Philanthropic contributions"
- synonym:
- beneficent ,
- benevolent ,
- eleemosynary ,
- philanthropic
4. Γενναιόδωρος στη βοήθεια των φτωχών
- "Καλός συνεισφέρων"
- "Ελεημειονεκτική ανακούφιση"
- "Φιλανθρωπικές συνεισφορές"
- συνώνυμο:
- ευεργετικός ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ελεήμονασ ,
- φιλανθρωπικόσ