Translation meaning & definition of the word "beneficial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευεργετική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beneficial
[Ευεργετικόσ]/bɛnəfɪʃəl/
adjective
1. Promoting or enhancing well-being
- "An arms limitation agreement beneficial to all countries"
- "The beneficial effects of a temperate climate"
- "The experience was good for her"
- synonym:
- beneficial ,
- good
1. Προώθηση ή ενίσχυση της ευημερίας
- "Συμφωνία περιορισμού των εξοπλισμών ωφέλιμη για όλες τις χώρες"
- "Οι ευεργετικές επιδράσεις ενός εύκρατου κλίματος"
- "Η εμπειρία ήταν καλή για εκείνη"
- συνώνυμο:
- ευεργετικός ,
- καλός
Examples of using
Happiness is beneficial for the body, but it is grief that develops the powers of the mind.
Η ευτυχία είναι ευεργετική για το σώμα, αλλά είναι η θλίψη που αναπτύσσει τις δυνάμεις του νου.
Ultimately, space flight will be beneficial to all mankind.
Τελικά, η διαστημική πτήση θα είναι επωφελής για όλη την ανθρωπότητα.