Translation meaning & definition of the word "beneficent" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αποκλειστικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beneficent
[Ευεργετικόσ]/bɛnəfɪʃənt/
adjective
1. Doing or producing good
- "The most beneficent regime in history"
- synonym:
- beneficent
1. Κάνοντας ή παράγοντας καλό
- "Το πιο ευεργετικό καθεστώς στην ιστορία"
- συνώνυμο:
- ευεργετικός
2. Generous in assistance to the poor
- "A benevolent contributor"
- "Eleemosynary relief"
- "Philanthropic contributions"
- synonym:
- beneficent ,
- benevolent ,
- eleemosynary ,
- philanthropic
2. Γενναιόδωρος στη βοήθεια των φτωχών
- "Καλός συνεισφέρων"
- "Ελεημειονεκτική ανακούφιση"
- "Φιλανθρωπικές συνεισφορές"
- συνώνυμο:
- ευεργετικός ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ελεήμονασ ,
- φιλανθρωπικόσ