Translation meaning & definition of the word "bending" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάμψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bending
[Κάμψη]/bɛndɪŋ/
noun
1. Movement that causes the formation of a curve
- synonym:
- bending ,
- bend
1. Κίνηση που προκαλεί το σχηματισμό μιας καμπύλης
- συνώνυμο:
- κάμψη
2. The property of being bent or deflected
- synonym:
- deflection ,
- deflexion ,
- bending
2. Η ιδιότητα του να είναι λυγισμένη ή εκτρεπόμενη
- συνώνυμο:
- εκτροπή ,
- αποπληξία ,
- κάμψη
3. The act of bending something
- synonym:
- bending
3. Η πράξη της κάμψης κάτι
- συνώνυμο:
- κάμψη
Examples of using
I can place the palms of my hands on the floor without bending my knees.
Μπορώ να τοποθετήσω τις παλάμες των χεριών μου στο πάτωμα χωρίς να λυγίσω τα γόνατά μου.