Translation meaning & definition of the word "beluga" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπελούγκα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beluga
[Μπελούγκα]/bɪlugə/
noun
1. Valuable source of caviar and isinglass
- Found in black and caspian seas
- synonym:
- beluga ,
- hausen ,
- white sturgeon ,
- Acipenser huso
1. Πολύτιμη πηγή χαβιαριού και γυαλιού
- Βρέθηκε σε μαύρες και κασπίες θάλασσες
- συνώνυμο:
- μπελούγκα ,
- χάουζεν ,
- λευκό οξύρρυγχο ,
- Λούσος επιπενδυτή
2. Small northern whale that is white when adult
- synonym:
- white whale ,
- beluga ,
- Delphinapterus leucas
2. Μικρή βόρεια φάλαινα που είναι λευκή όταν ενήλικας
- συνώνυμο:
- λευκή φάλαινα ,
- μπελούγκα ,
- Λεύκες δελφινοκεφάλου