Translation meaning & definition of the word "belt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζώνη" στην ελληνική γλώσσα
Belt
[Ζώνη]noun
1. Endless loop of flexible material between two rotating shafts or pulleys
- synonym:
- belt
1. Ατελείωτος βρόχος του εύκαμπτου υλικού μεταξύ δύο περιστρεφόμενων άξονων ή των τροχαλιών
- συνώνυμο:
- ζώνη
2. A band to tie or buckle around the body (usually at the waist)
- synonym:
- belt
2. Μια ζώνη για να δέσει ή να πασπαλίσει γύρω από το σώμα (συνήθως στη μέσ)
- συνώνυμο:
- ζώνη
3. An elongated region where a specific condition or characteristic is found
- "A belt of high pressure"
- synonym:
- belt
3. Μια επιμήκης περιοχή όπου βρίσκεται μια συγκεκριμένη κατάσταση ή χαρακτηριστικό
- "Ζώνη υψηλής πίεσης"
- συνώνυμο:
- ζώνη
4. A vigorous blow
- "The sudden knock floored him"
- "He took a bash right in his face"
- "He got a bang on the head"
- synonym:
- knock ,
- bash ,
- bang ,
- smash ,
- belt
4. Ένα έντονο χτύπημα
- "Το ξαφνικό χτύπημα τον επέπλεξε"
- "Πήρε ένα μπασ στο πρόσωπό του"
- "Έχει ένα κτύπημα στο κεφάλι"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- μπας ,
- μπανγκ ,
- συνθλίβω ,
- ζώνη
5. A path or strip (as cut by one course of mowing)
- synonym:
- swath ,
- belt
5. Ένα μονοπάτι ή μια λωρίδα (ας κόβεται από μια πορεία κοπής)
- συνώνυμο:
- πλημμυρίζω ,
- ζώνη
6. Ammunition (usually of small caliber) loaded in flexible linked strips for use in a machine gun
- synonym:
- belt ,
- belt ammunition ,
- belted ammunition
6. Πυρομαχικά (συνήθως μικρού διαμετρήματος) φορτωμένο σε εύκαμπτες συνδεδεμένες λωρίδες για χρήση σε πολυβόλο
- συνώνυμο:
- ζώνη ,
- πυρομαχικά ζώνης ,
- πυρομαχικά
7. The act of hitting vigorously
- "He gave the table a whack"
- synonym:
- knock ,
- belt ,
- rap ,
- whack ,
- whang
7. Η πράξη του χτυπήματος έντονα
- "Έδωσε στο τραπέζι ένα καντράν"
- συνώνυμο:
- χτυπώ ,
- ζώνη ,
- ραπ ,
- παλεύω ,
- παλιάνω
verb
1. Sing loudly and forcefully
- synonym:
- belt out ,
- belt
1. Τραγουδήστε δυνατά και δυνατά
- συνώνυμο:
- εκτοξεύω ,
- ζώνη
2. Deliver a blow to
- "He belted his opponent"
- synonym:
- belt
2. Παραδώστε ένα χτύπημα σε
- "Καταπίεσε τον αντίπαλό του"
- συνώνυμο:
- ζώνη
3. Fasten with a belt
- "Belt your trousers"
- synonym:
- belt
3. Στερεώστε με μια ζώνη
- "Ζωντανέψτε το παντελόνι σας"
- συνώνυμο:
- ζώνη