Translation meaning & definition of the word "beloved" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγαπημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beloved
[Αγαπημένος]/bɪləvd/
noun
1. A beloved person
- Used as terms of endearment
- synonym:
- beloved ,
- dear ,
- dearest ,
- honey ,
- love
1. Ένας αγαπημένος άνθρωπος
- Χρησιμοποιείται ως όροι ενδοσκόπησης
- συνώνυμο:
- αγαπημένοσ ,
- αγαπητέ ,
- αγαπητόσ ,
- μέλι ,
- αγάπη
adjective
1. Dearly loved
- synonym:
- beloved ,
- darling ,
- dear
1. Αγαπήθηκε πολύ
- συνώνυμο:
- αγαπημένοσ ,
- αγάπη μου ,
- αγαπητέ
Examples of using
Life without beloved person has no sense.
Η ζωή χωρίς αγαπημένο άτομο δεν έχει νόημα.
He lost his most beloved son.
Έχασε τον πιο αγαπημένο του γιο.
Augustus is my most beloved son.
Ο Αύγουστος είναι ο πιο αγαπημένος μου γιος.