Translation meaning & definition of the word "bellyache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πολλαπλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bellyache
[Κοιλιά]/bɛliek/
noun
1. An ache localized in the stomach or abdominal region
- synonym:
- stomachache ,
- stomach ache ,
- bellyache ,
- gastralgia
1. Ένας πόνος εντοπίζεται στο στομάχι ή στην κοιλιακή περιοχή
- συνώνυμο:
- στομαχόπονο ,
- πόνος στο στομάχι ,
- πονοκέφαλος ,
- γαστραλγία
verb
1. Complain
- "What was he hollering about?"
- synonym:
- gripe ,
- bitch ,
- grouse ,
- crab ,
- beef ,
- squawk ,
- bellyache ,
- holler
1. Παραπονιέμαι
- "Για ποιο πράγμα συγκλονίζεται?"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- σκύλα ,
- περιπλανώμαι ,
- καβούρι ,
- βοδινό κρέας ,
- τρίξιμο ,
- πονοκέφαλος ,
- χόλερ