Translation meaning & definition of the word "belly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πολτός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Belly
[Κοιλιά]/bɛli/
noun
1. The region of the body of a vertebrate between the thorax and the pelvis
- synonym:
- abdomen ,
- venter ,
- stomach ,
- belly
1. Η περιοχή του σώματος ενός σπονδυλωτού μεταξύ του θώρακα και της λεκάνης
- συνώνυμο:
- κοιλιά ,
- αεραγωγός ,
- στομάχι
2. A protruding abdomen
- synonym:
- belly ,
- paunch
2. Μια προεξέχουσα κοιλιά
- συνώνυμο:
- κοιλιά ,
- παύση
3. A part that bulges deeply
- "The belly of a sail"
- synonym:
- belly
3. Ένα μέρος που εξελίσσεται βαθιά
- "Η κοιλιά ενός πανιού"
- συνώνυμο:
- κοιλιά
4. The hollow inside of something
- "In the belly of the ship"
- synonym:
- belly
4. Το κοίλο μέσα σε κάτι
- "Στην κοιλιά του πλοίου"
- συνώνυμο:
- κοιλιά
5. The underpart of the body of certain vertebrates such as snakes or fish
- synonym:
- belly
5. Το κάτω μέρος του σώματος ορισμένων σπονδυλωτών, όπως φίδια ή ψάρια
- συνώνυμο:
- κοιλιά
verb
1. Swell out or bulge out
- synonym:
- belly ,
- belly out
1. Πρηστείτε ή εξαντληθείτε
- συνώνυμο:
- κοιλιά ,
- βγάζω την κοιλιά
Examples of using
He that neither smoketh nor drinketh, shalt he grow inside a belly
Αυτός που ούτε καπνίζει ούτε πίνει, θα μεγαλώσει μέσα σε μια κοιλιά
She's a belly dancer.
Είναι χορεύτρια της κοιλιάς.
I hit him in the belly.
Τον χτύπησα στην κοιλιά.