Translation meaning & definition of the word "belle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζώνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Belle
[Μπελ]/bɛl/
noun
1. A young woman who is the most charming and beautiful of several rivals
- "She was the belle of the ball"
- synonym:
- belle
1. Μια νεαρή γυναίκα που είναι η πιο γοητευτική και όμορφη από πολλούς αντιπάλους
- "Ήταν το καμπαναριό της μπάλας"
- συνώνυμο:
- μπελ