Translation meaning & definition of the word "bellboy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαμπού" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bellboy
[Μπελμπόι]/bɛlbɔɪ/
noun
1. Someone employed as an errand boy and luggage carrier around hotels
- synonym:
- bellboy ,
- bellman ,
- bellhop
1. Κάποιος που απασχολούνται ως αγόρι και μεταφορέας αποσκευών γύρω από τα ξενοδοχεία
- συνώνυμο:
- μπέλμποϊ ,
- μπέλμαν ,
- βουλή
Examples of using
The bellboy will show you to your room.
Ο παππούς θα σας δείξει στο δωμάτιό σας.