Translation meaning & definition of the word "belated" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πιστωμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Belated
[Μπελάν]/bɪletɪd/
adjective
1. After the expected or usual time
- Delayed
- "A belated birthday card"
- "I'm late for the plane"
- "The train is late"
- "Tardy children are sent to the principal"
- "Always tardy in making dental appointments"
- synonym:
- belated ,
- late ,
- tardy
1. Μετά την αναμενόμενη ή τη συνηθισμένη ώρα
- Καθυστερημένος
- "Καθυστερημένη κάρτα γενεθλίων"
- "Αργεί για το αεροπλάνο"
- "Το τρένο αργεί"
- "Τα αργά παιδιά στέλνονται στον διευθυντή"
- "Πάντα αργά στην πραγματοποίηση οδοντιατρικών ραντεβού"
- συνώνυμο:
- καθυστερημένη ,
- αργά ,
- απαξιωτικόσ