Translation meaning & definition of the word "behavioral" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριφορικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Behavioral
[Συμπεριφοριστικόσ]/bɪhevjərəl/
adjective
1. Of or relating to behavior
- "Behavioral sciences"
- synonym:
- behavioral ,
- behavioural
1. Από ή σχετίζονται με τη συμπεριφορά
- "Συμπεριφορικές επιστήμες"
- συνώνυμο:
- συμπεριφορά ,
- συμπεριφοριστικόσ