Translation meaning & definition of the word "behavior" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπεριφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Behavior
[Συμπεριφορά]/bɪhevjər/
noun
1. Manner of acting or controlling yourself
- synonym:
- behavior ,
- behaviour ,
- conduct ,
- doings
1. Τρόπος δράσης ή ελέγχου του εαυτού σας
- συνώνυμο:
- συμπεριφορά ,
- διεξάγω ,
- πράξεισ
2. The action or reaction of something (as a machine or substance) under specified circumstances
- "The behavior of small particles can be studied in experiments"
- synonym:
- behavior ,
- behaviour
2. Η δράση ή η αντίδραση κάτι (ας μιας μηχανής ή ουσίας) υπό καθορισμένες συνθήκες
- "Η συμπεριφορά των μικρών σωματιδίων μπορεί να μελετηθεί σε πειράματα"
- συνώνυμο:
- συμπεριφορά
3. (behavioral attributes) the way a person behaves toward other people
- synonym:
- demeanor ,
- demeanour ,
- behavior ,
- behaviour ,
- conduct ,
- deportment
3. (συμπεριφορικές ιδιότητες) ο τρόπος που ένα άτομο συμπεριφέρεται προς άλλους ανθρώπους
- συνώνυμο:
- αντιπαράθεση ,
- απομεινάρι ,
- συμπεριφορά ,
- διεξάγω ,
- απέλαση
4. (psychology) the aggregate of the responses or reactions or movements made by an organism in any situation
- synonym:
- behavior ,
- behaviour
4. (ψυχολογία) το σύνολο των αποκρίσεων ή των αντιδράσεων ή των κινήσεων που γίνονται από έναν οργανισμό σε οποιαδήποτε κατάσταση
- συνώνυμο:
- συμπεριφορά
Examples of using
Don't you realize your behavior reflects on all of us?
Δεν συνειδητοποιείς ότι η συμπεριφορά σου αντανακλάται σε όλους μας?
Judge people not by age, but by behavior. Years are deceptive.
Κρίνετε τους ανθρώπους όχι από την ηλικία, αλλά από τη συμπεριφορά. Τα χρόνια είναι παραπλανητικά.
Such behavior shouldn't be permitted.
Τέτοια συμπεριφορά δεν πρέπει να επιτρέπεται.