Translation meaning & definition of the word "beg" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beg
[Μπεγκ]/bɛg/
verb
1. Call upon in supplication
- Entreat
- "I beg you to stop!"
- synonym:
- beg ,
- implore ,
- pray
1. Καλέστε σε παράκληση
- Παρακινώ
- "Σας παρακαλώ να σταματήσετε!"
- συνώνυμο:
- εκλιπαρώ ,
- ικετεύω ,
- προσευχή
2. Make a solicitation or entreaty for something
- Request urgently or persistently
- "Henry iv solicited the pope for a divorce"
- "My neighbor keeps soliciting money for different charities"
- synonym:
- solicit ,
- beg ,
- tap
2. Κάντε μια πρόσκληση ή παρακίνηση για κάτι
- Ζητήστε επειγόντως ή επίμονα
- "Ο χένρι άιβ ζήτησε από τον πάπα να πάρει διαζύγιο"
- "Ο γείτονάς μου συνεχίζει να ζητά χρήματα για διαφορετικές φιλανθρωπικές οργανώσεις"
- συνώνυμο:
- αιτώ ,
- εκλιπαρώ ,
- πατήστε
3. Ask to obtain free
- "Beg money and food"
- synonym:
- beg
3. Ζητήστε να αποκτήσετε δωρεάν
- "Μεγάλο χρήμα και φαγητό"
- συνώνυμο:
- εκλιπαρώ
4. Dodge, avoid answering, or take for granted
- "Beg the question"
- "Beg the point in the discussion"
- synonym:
- beg
4. Αποφύγετε, αποφύγετε να απαντήσετε ή θεωρήστε δεδομένη
- "Ακόμα και η ερώτηση"
- "Ας πούμε το σημείο της συζήτησης"
- συνώνυμο:
- εκλιπαρώ
Examples of using
I beg to differ with you.
Παρακαλώ να διαφέρω μαζί σας.
I beg you to help us.
Σας παρακαλώ να μας βοηθήσετε.
I beg you to help me.
Σας παρακαλώ να με βοηθήσετε.