Translation meaning & definition of the word "befit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταιριάζει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Befit
[Καταλήγω]/bɪfɪt/
verb
1. Accord or comport with
- "This kind of behavior does not suit a young woman!"
- synonym:
- befit ,
- suit ,
- beseem
1. Συμφωνία ή συμβιβασμός με
- "Αυτό το είδος συμπεριφοράς δεν ταιριάζει σε μια νεαρή γυναίκα!"
- συνώνυμο:
- παρακινώ ,
- κοστούμι ,
- βεζέμ
Examples of using
That kind of remark does not befit you.
Αυτό το είδος παρατήρησης δεν σας ταιριάζει.