Translation meaning & definition of the word "beet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τεύτλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beet
[Παντζάρι]/bit/
noun
1. Biennial eurasian plant usually having a swollen edible root
- Widely cultivated as a food crop
- synonym:
- beet ,
- common beet ,
- Beta vulgaris
1. Διετές φυτό της ευρασίας συνήθως έχει μια πρησμένη βρώσιμη ρίζα
- Ευρέως καλλιεργημένο ως καλλιέργεια τροφίμων
- συνώνυμο:
- τεύτλα ,
- κοινό τεύτλο ,
- Βήτα Χυδαία
2. Round red root vegetable
- synonym:
- beet ,
- beetroot
2. Στρογγυλό κόκκινο λαχανικό ρίζας
- συνώνυμο:
- τεύτλα ,
- παντζάρι
Examples of using
It's not blood. It's beet.
Δεν είναι αίμα. Είναι τεύτλα.