Translation meaning & definition of the word "beehive" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ελπίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beehive
[Κυψέλη]/bihaɪv/
noun
1. Any workplace where people are very busy
- synonym:
- beehive
1. Κάθε εργασιακός χώρος όπου οι άνθρωποι είναι πολύ απασχολημένοι
- συνώνυμο:
- κυψέλη
2. A structure that provides a natural habitation for bees
- As in a hollow tree
- synonym:
- beehive ,
- hive
2. Μια δομή που παρέχει μια φυσική κατοικία για τις μέλισσες
- Όπως σε ένα κούφιο δέντρο
- συνώνυμο:
- κυψέλη ,
- καταβροχθίζω
3. A hairdo resembling a beehive
- synonym:
- beehive
3. Ένα χτένισμα που μοιάζει με κυψέλη
- συνώνυμο:
- κυψέλη
4. A man-made receptacle that houses a swarm of bees
- synonym:
- beehive ,
- hive
4. Ένα ανθρωπογενές δοχείο που στεγάζει ένα σμήνος μελισσών
- συνώνυμο:
- κυψέλη ,
- καταβροχθίζω
Examples of using
In each beehive there can only be one queen.
Σε κάθε κυψέλη μπορεί να υπάρχει μόνο μία βασίλισσα.