Translation meaning & definition of the word "beef" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βεεφ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beef
[Βόειο κρέας]/bif/
noun
1. Cattle that are reared for their meat
- synonym:
- beef ,
- beef cattle
1. Βοοειδή που εκτρέφονται για το κρέας τους
- συνώνυμο:
- βοδινό κρέας ,
- βοοειδή
2. Meat from an adult domestic bovine
- synonym:
- beef ,
- boeuf
2. Κρέας από ενήλικα βοοειδή
- συνώνυμο:
- βοδινό κρέας ,
- μπουέφ
3. Informal terms for objecting
- "I have a gripe about the service here"
- synonym:
- gripe ,
- kick ,
- beef ,
- bitch ,
- squawk
3. Άτυποι όροι για αντίρρηση
- "Έχω μια λαβή για την υπηρεσία εδώ"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- παραδίνω ,
- βοδινό κρέας ,
- σκύλα ,
- τρίξιμο
verb
1. Complain
- "What was he hollering about?"
- synonym:
- gripe ,
- bitch ,
- grouse ,
- crab ,
- beef ,
- squawk ,
- bellyache ,
- holler
1. Παραπονιέμαι
- "Για ποιο πράγμα συγκλονίζεται?"
- συνώνυμο:
- λαβή ,
- σκύλα ,
- περιπλανώμαι ,
- καβούρι ,
- βοδινό κρέας ,
- τρίξιμο ,
- πονοκέφαλος ,
- χόλερ
Examples of using
I'll take roast beef.
Θα πάρω ψητό βοδινό κρέας.
I don't eat pork, beef or eggs.
Δεν τρώω χοιρινό, μοσχάρι ή αυγά.
Tom doesn't like beef.
Στον Τομ δεν αρέσει το βόειο κρέας.