Translation meaning & definition of the word "beech" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βίζα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Beech
[Οξυγόνα]/biʧ/
noun
1. Any of several large deciduous trees with rounded spreading crowns and smooth grey bark and small sweet edible triangular nuts enclosed in burs
- North temperate regions
- synonym:
- beech ,
- beech tree
1. Οποιοδήποτε από τα πολλά μεγάλα φυλλοβόλα δέντρα με στρογγυλεμένες κορώνες και λείο γκρι φλοιό και μικρά γλυκά βρώσιμα τριγωνικά καρύδια περικλεισμένα
- Βόρειες εύκρατες περιοχές
- συνώνυμο:
- οξυγόνο ,
- οξιά
2. Wood of any of various beech trees
- Used for flooring and containers and plywood and tool handles
- synonym:
- beech ,
- beechwood
2. Ξύλο οποιουδήποτε από τα διάφορα δέντρα οξιάς
- Χρησιμοποιείται για δάπεδα και δοχεία και κοντραπλακέ και λαβές εργαλείων
- συνώνυμο:
- οξυγόνο ,
- οξυγονοκολλητό