Translation meaning & definition of the word "bee" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δείτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bee
[Μέλισσα]/bi/
noun
1. Any of numerous hairy-bodied insects including social and solitary species
- synonym:
- bee
1. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα τριχωτά έντομα, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών και μοναχικών ειδών
- συνώνυμο:
- μέλισσα
2. A social gathering to carry out some communal task or to hold competitions
- synonym:
- bee
2. Μια κοινωνική συγκέντρωση για να πραγματοποιήσει κάποιο κοινοτικό έργο ή να διοργανώσει διαγωνισμούς
- συνώνυμο:
- μέλισσα
Examples of using
I heard that Tom won the spelling bee.
Άκουσα ότι ο Τομ κέρδισε την ορθογραφική μέλισσα.
I got stung by a bee.
Με τσίμπησε μια μέλισσα.
Where did the bee sting you?
Πού σας τσίμπησε η μέλισσα?