Translation meaning & definition of the word "bedtime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπνοδωμάτιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bedtime
[Κλινοσκεπάσματα]/bɛdtaɪm/
noun
1. The time you go to bed
- synonym:
- bedtime
1. Την ώρα που πηγαίνεις για ύπνο
- συνώνυμο:
- ύπνος
Examples of using
It's past your bedtime.
Είναι πέρα από τον ύπνο σας.
My father used to read me bedtime stories.
Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου διαβάζει ιστορίες για ύπνο.
My father used to read to me at bedtime.
Ο πατέρας μου συνήθιζε να μου διαβάζει τον ύπνο.