Translation meaning & definition of the word "bedridden" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβερνημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bedridden
[Κατακλύζεται]/bɛdrɪdən/
adjective
1. Confined to bed (by illness)
- synonym:
- bedfast ,
- bedridden ,
- bedrid ,
- sick-abed
1. Περιορίζεται στο κρεβάτι (από ασθένεια)
- συνώνυμο:
- παραπλεύρωσ ,
- κλινοσκεπάσματα ,
- παραθυρόφυλλο ,
- ασθενήσ