Translation meaning & definition of the word "bedding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλινοσκεπάσματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bedding
[Κλινοσκεπάσματα]/bɛdɪŋ/
noun
1. Coverings that are used on a bed
- synonym:
- bedclothes ,
- bed clothing ,
- bedding
1. Καλύμματα που χρησιμοποιούνται σε ένα κρεβάτι
- συνώνυμο:
- ρούχα ,
- ρούχα κρεβατιού ,
- κλινοσκεπάσματα
2. Material used to provide a bed for animals
- synonym:
- bedding material ,
- bedding ,
- litter
2. Υλικό που χρησιμοποιείται για την παροχή κρεβατιού για τα ζώα
- συνώνυμο:
- υλικό κλινοστρωμνής ,
- κλινοσκεπάσματα ,
- απορρίμματα