Translation meaning & definition of the word "bedded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλινοσκεπάσματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bedded
[Κλινοσκεπάσματα]/bɛdɪd/
adjective
1. Deposited or arranged in horizontal layers
- "Stratified rock"
- synonym:
- stratified ,
- bedded
1. Κατατεθεί ή τακτοποιηθεί σε οριζόντια στρώματα
- "Στρωματοποιημένος βράχος"
- συνώνυμο:
- στρωματοποιημένη ,
- κλινοσκεπάσματα
2. Having a bed or beds as specified
- synonym:
- bedded
2. Έχοντας ένα κρεβάτι ή κρεβάτια όπως καθορίζεται
- συνώνυμο:
- κλινοσκεπάσματα