Translation meaning & definition of the word "beaver" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "κλητήρας" στην ελληνική γλώσσα
Beaver
[Καταφέρνω]noun
1. The soft brown fur of the beaver
- synonym:
- beaver ,
- beaver fur
1. Η απαλή καφέ γούνα του κάστορα
- συνώνυμο:
- κάστορασ ,
- γούνα του κάστορα
2. A native or resident of oregon
- synonym:
- Oregonian ,
- Beaver
2. Είναι κάτοικος ή κάτοικος του όρεγκον
- συνώνυμο:
- Όρεγκον ,
- Καταφέρνω
3. A full beard
- synonym:
- beaver
3. Μια γεμάτη γενειάδα
- συνώνυμο:
- κάστορασ
4. A man's hat with a tall crown
- Usually covered with silk or with beaver fur
- synonym:
- dress hat ,
- high hat ,
- opera hat ,
- silk hat ,
- stovepipe ,
- top hat ,
- topper ,
- beaver
4. Το καπέλο ενός άνδρα με ένα ψηλό στέμμα
- Συνήθως καλύπτεται με μετάξι ή γούνα κάστορα
- συνώνυμο:
- φόρεμα καπέλο ,
- ψηλό καπέλο ,
- καπέλο όπερας ,
- μεταξωτό καπέλο ,
- φούρνο ,
- καπέλο ,
- τάφρος ,
- κάστορασ
5. A movable piece of armor on a medieval helmet used to protect the lower face
- synonym:
- beaver
5. Ένα κινητό κομμάτι πανοπλίας σε ένα μεσαιωνικό κράνος που χρησιμοποιείται για την προστασία του κάτω προσώπου
- συνώνυμο:
- κάστορασ
6. A hat made with the fur of a beaver (or similar material)
- synonym:
- beaver ,
- castor
6. Ένα καπέλο φτιαγμένο με τη γούνα ενός κάστορα ( ή παρόμοιο υλικό)
- συνώνυμο:
- κάστορασ ,
- κάστορας
7. Large semiaquatic rodent with webbed hind feet and a broad flat tail
- Construct complex dams and underwater lodges
- synonym:
- beaver
7. Μεγάλο ημι-υγρό τρωκτικό με πίσω πόδια και μια ευρεία επίπεδη ουρά
- Κατασκευάστε σύνθετα φράγματα και υποβρύχια καταλύματα
- συνώνυμο:
- κάστορασ
verb
1. Work hard on something
- synonym:
- beaver ,
- beaver away
1. Δουλέψτε σκληρά σε κάτι
- συνώνυμο:
- κάστορασ ,
- απομακρύνω